- τροχαίου
- τροχαί̱ου , τροχαῖοςrunningmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… … Dictionary of Greek
Κάλο, Φρίντα — (Frida Kahlo, 1907 – 1954). Μεξικανή ζωγράφος. Σε ηλικία 18 ετών υπήρξε θύμα τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο της δημιούργησε σοβαρότατα προβλήματα υγείας για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Εκείνη την εποχή άρχισε και να ζωγραφίζει. Το 1929… … Dictionary of Greek
Νότινγχαμ — (Nottingham). Πόλη (282.440 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, στη συμβολή του ποταμού Λιν με τον Τρεντ, σε μια κυματοειδή και πεδινή περιοχή πλούσια σε ανθρακωρυχεία, 180 χλμ. ΒΔ του Λονδίνου. Σαξονικής προέλευσης… … Dictionary of Greek
Σακραμέντο — (Sacramento). Πόλη (369.365 κάτ.) των δυτικών ΗΠΑ, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας της Καλιφόρνιας. Η Σ. είναι επίσης σπουδαίο λιμενικό κέντρο μετά το άνοιγμα της διώρυγας που συνδέει την πόλη με τη Ρίο Βίστα, η οποία βρίσκεται κοντά στις… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — ο 1. αυτός που καταθέτει ό,τι είδε ή γνωρίζει μπροστά στο δικαστήριο: Δεν ήρθε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης. 2. ο παρών σε κάποιο γεγονός: Έγινε μάρτυρας ενός θανατηφόρου τροχαίου. 3. αυτός που διώχτηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)